- εμπερικλείω
- μετ. заключать в себе, включать;
η κατάστασις εμπερικλείωει πολλούς κινδύνους — положение таит в себе много опасностей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η κατάστασις εμπερικλείωει πολλούς κινδύνους — положение таит в себе много опасностей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπερικλείω — (Μ ἐμπερικλείω) 1. περικλείω μέσα μου 2. περικλείω μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
συνεχίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος ορυκτού από το οποίο προέρχεται πιθανώς η κιμωλία που χρησιμοποιείται στη ραπτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνέχω «κρατώ, εμπερικλείω» + επίθημα ῖτις (πρβλ. κρατερ ῖτις)] … Dictionary of Greek